- προναύκληρος
- προναύκληροςone who acts for a shipmastermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προναύκληρος — ὁ, Α αυτός που εκτελεί καθήκοντα ναυκλήρου, ο αντικαταστάτης ναυκλήρου … Dictionary of Greek
προναυκλήρου — προναύκληρος one who acts for a shipmaster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προναυκληρώ — έω, Α [προναύκληρος] εκτελώ καθήκοντα ναυκλήρου, αντικαθιστώ τον ναύκλήρο … Dictionary of Greek